- ἰαχῆς
- ἰαχέωcrypres ind act 2nd sg (doric)ἰαχήcryfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενακούω — ἐνακούω (Α) 1. ακούω 2. δέχομαι μέσα μου ήχους, είμαι ευαίσθητος, δεκτικός σε κάτι («ταῡτα γὰρ οὐκ ἐνακούουσι ἰαχῆς», Ιπποκρ.) 3. ιατρ. δέχομαι την επίδραση 4. υπακούω, πείθομαι 5. μτφ. ενδίδω, υποχωρώ … Dictionary of Greek